- μεθό
- μεθό (Μ)επίρρ. έπειτα, μετά, αφού.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθ. μετά + αναφ. αντων. ὅ (πρβλ. καθό)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεθό — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθ' — μεθό , μεθό indeclform (adverb) μετά , μετά mip indeclform (prep) μεταί , μετά mip poetic indeclform (prep) μεταί , μεταί mip poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… … Dictionary of Greek
θεροκοπώ — (Μ θεροκοπῶ, έω) θερίζω συνεχώς και με ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος «θερισμός» + κοπώ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. γλεντο κοπώ, μεθο κοπώ] … Dictionary of Greek
ιδροκόπι — το ίδρωμα με άφθονο ιδρώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδρος + κοπι (< κόπος), πρβλ. μεθο κόπι, ποδο κόπι] … Dictionary of Greek
λαμποκοπώ — άω 1. εκπέμπω έντονη και συνεχή λάμψη, ακτινοβολώ, λάμπω 2. αστράφτω από καθαριότητα («τα ρούχα του πάντοτε λαμποκοπούν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπω + κοπώ (< κόπος), πρβλ. ιδρο κοπώ, μεθο κοπώ] … Dictionary of Greek
λαμποκόπι — το το λαμποκόπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπω + κόπι (< κόπος), πρβλ. ιδρο κόπι, μεθο κόπι] … Dictionary of Greek
λογοκόπος — ο αυτός που λέει μεγάλα και κενά λόγια ή που δίνει πολλές υποσχέσεις αλλά δεν τίς τηρεί, φλύαρος, λογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογο * κόπος (< κόπτω), πρβλ. δημο κόπος, μεθο κόπος] … Dictionary of Greek